- συνεκκαίει
- συνεκκαίωset on fire togetherpres ind mp 2nd sgσυνεκκαίωset on fire togetherpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεκκαίω — Α 1. κατακαίω συγχρόνως 2. απόλ. διεγείρω, εξάπτω συγχρόνως 3. μτφ. ερεθίζω, εξοργίζω συγχρόνως («συνεκκαίει τὸν θυμόν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκκαίω «κατακαίω»] … Dictionary of Greek